ουγγιά — και ουγκιά, η (AM οὐγγία και οὐγκία, Α και ὀγκία) νεοελλ. μονάδα βάρους σε διάφορες χώρες, που σήμερα ισούται με 28,34 γραμμάρια μσν. αρχ. το δωδεκατημόριο τού ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. uncia (< unus «ένας»), πρβλ.… … Dictionary of Greek
Ταμείο, Διεθνές Νομισματικό (ΔΝΤ) — Οργανισμός διεθνούς συνεργασίας στο νομισματικό πεδίο, του οποίου προορισμός είναι να διευκολύνει την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα των νομισμάτων τους. Το ΔΝΤ γεννήθηκε από τη νομισματική και… … Dictionary of Greek
PONDUS — quod grave est, ita dictum, quia in statera libratum pendet; hinc et pensum. magni in omnibus rebus momenti est. Unde in Pondere, numero ac mensura Deum omnia fecisse, Sapiens ait: c. 11. v. 21. et Statice, Graece Στατικὴ, quae alias Ι᾿ςοῤῥοπικὴ… … Hofmann J. Lexicon universale
SICILIA — I. SICILIA (Vide Trinacria) Tyrrheni maris insula, a Thucydide Sicania dicta. Sicilia, incolis, Italis, et Hispanis, la Sicile Gallis, insula est ampla, et formae triangularis, inter mare Thyrrhenum seu Tuscum ad Boream, mare Siculum ab ea dictum … Hofmann J. Lexicon universale
UNCIA — Οὐγκιὰ Siculis, minutus nummus, Romanis duo decima pars Librae. Plurima enim, in re Monetali, vocabula Siculorum adoptavêre Romani, non ut eandem quidem omnibus partibus rem significarent, sed tamen, propter quandam analogiam. Ita sicuti Obolum,… … Hofmann J. Lexicon universale
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
ογκία — ὀγκία, ἡ (ΑΜ) βλ. ουγγιά … Dictionary of Greek
ογκιαρήσιον — ὀγκιαρήσιον, τὸ (Μ) πιθ. είδος νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκία (βλ. λ. ουγγιά), πρβλ. μιλιαρήσιον] … Dictionary of Greek
ουγκιασμός — οὐγκιασμός, ὁ (AM) η μέτρηση με την ουγγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐγκία + ασμός, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *ουγκιάζω] … Dictionary of Greek
πενταούγκιον — και πεντούγκιον και δωρ. τ. πεντώγκιον, τὸ, Α πέντε δωδεκατημόρια τού ασσαρίου, δηλ. πέντε ουγγιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντ + οὐγκία / οὐγγία (πρβλ. τετρα ούγκιον)] … Dictionary of Greek
τετραούγκιον — και τετραούγγιον και τετρούγκιον, τὸ, ΜΑ 1. το ένα τριτημόριο 2. νόμισμα τεσσάρων ουγγιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + οὐγγία / οὐγκία] … Dictionary of Greek